- ἐπεσαγωγάς
- ἐπεσαγωγά̱ς , ἐπεισαγωγήbringingfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεισαγωγή — ἐπεισαγωγή, η (AM) [επεισάγω] δεύτερος γάμος αρχ. 1. επιπλέον εισαγωγή («ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγήν», Ιπποκρ.) 2. εισαγωγή νέων προσώπων στη σκηνή 3. μέσο για εισαγωγή, για είσοδο («καὶ πυλίδας ἔχον καὶ ἐσόδους ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων», Θουκ.) … Dictionary of Greek